τριτότοκος

τριτότοκος
η , ο [ος , ον ] родившийся третьим по счёту

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τριτότοκος" в других словарях:

  • τριτότοκος — η, ο / τριτότοκος, ον, ΝΜ τρίτος στη σειρά γέννησης, γεννημένος μετά από δύο άλλα αδέλφια («τριτότοκη κόρη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. πρωτό τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • τριτότοκος — η, ο που γεννήθηκε τρίτος στη σειρά, στον τρίτο τοκετό: Τριτότοκος γιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριτοτόκος — ο, Ν αυτή που γέννησε για τρίτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. πρωτο τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …   Dictionary of Greek

  • κολοκοτρώνης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών, η δράση των οποίων εκτείνεται στην προεπαναστατική περίοδο, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης καθώς και μετά την απελευθέρωση. Η οικογένεια καταγόταν από την Πελοπόννησο και πολλά μέλη της διαδραμάτισαν… …   Dictionary of Greek

  • τρίγονος — ον, Α 1. αυτός που γεννήθηκε τρίτος, ο τριτότοκος 2. στον πληθ. τρίγονοι, α τρεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δί γονος] …   Dictionary of Greek

  • τριτογέννητος — η, ο, Ν 1. ο τριτότοκος 2. αυτός που γεννήθηκε ημέρα Τρίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + γέννητος (< γεννώ), πρβλ. πρωτο γέννητος] …   Dictionary of Greek

  • Αβεσαλώμ — (= Πατέρας ειρήνης).Βιβλικό πρόσωπο.Τριτότοκος γιος του Δαβίδ από τη Μααχά, κόρη του βασιλιά της Γεσίφ Θολμί. Ο Α. γεννήθηκε στη Χεβρώνα και ήταν γνωστός στο βασίλειο των Ισραηλιτών για τη σπάνια ομορφιά του. Σκότωσε τον Αμνών, τον μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρόνικος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός του 5ου αι. π.Χ. 2. Τραγικός υποκριτής (4ος αι. π.Χ.). Δάσκαλος του Δημοσθένη στην τέχνη της απαγγελίας. 3. Α. ο Ολύνθιος (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος σε όλη την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Γκιγιόμ ντε Σαμπλίτ — (Guillaume de Saublite, τέλη 12ου – αρχές 13ου αι.). Γάλλος πολεμιστής της Δ’ Σταυροφορίας. Ο Γ. ήταν τριτότοκος γιος του Εντ A’, άρχοντα του Σαμπλίτ, και διετέλεσε πρώτος πρίγκιπας της Αχαΐας (1205 8). Ως πολεμιστής, της Δ’ Σταυροφορίας,… …   Dictionary of Greek

  • Γκίλφορντ, Φρέντερικ Νορθ, κόμης — (Earl Frederick North Guilford, Λονδίνο 1766 – Λονδίνο 1827).Άγγλος φιλέλληνας και ελληνιστής. Τριτότοκος γιος του λόρδου Νορθ, σπούδασε νομικά στην Οξφόρδη, αλλά αφοσιώθηκε στη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και ειδικότερα του Ομήρου.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»